- βελονοφύλακας
- οο χειριστής της βελόνας σιδηροδρομικής γραμμής, ο κλειδούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + φυλακας. Η λ., στον λόγιο τ. βελονοφυλαξ, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek